αθροισματικός

αθροισματικός
ἀθροισματικός, -ή, -όν (Α) [ἄθροισμα]
ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη)
«μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν κοπαδιαστά... (Μ. Βασίλειος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”